- θάλπουσιν
- θάλπωheatpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)θάλπωheatpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek